- ντερμπεντέρης
- ισσα , ικο 1. сердечный, душевный;2. (о, η ) сердечный человек, душа-человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντερμπεντέρης — και ντελμπεντέρης, ισσα, ικο ανοιχτόκαρδος, λεβέντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbeder «αλήτης». Ο τ. ντελμπεντέρης με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
ντερμπεντέρης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ανοιχτόκαρδος, λεβέντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντελμπεντέρης — ο βλ. ντερμπεντέρης … Dictionary of Greek